[slideshow][/slideshow]

 

Η υπόθεση του έργου:

Η ιστορία της νουβέλας είναι λίγο πολύ γνωστή. Στη «Μεταμόρφωση», ο ήρωας Γκρέγκορ Σάμσα ένα πρωί ξυπνά μεταμορφωμένος  σε τεράστιο απεχθές ζωύφιο. Η οικογένειά του αρχικά προσπαθεί να τον κρύψει από τον προϊστάμενο της εταιρείας στην οποία εργάζεται. Βλέπουμε ότι η αδερφή του τού παρέχει στην αρχή στοργικά φροντίδες, η μάνα του προσπαθεί να αποτρέψει τη δολοφονία του, ικετεύοντας τον πατέρα – επίδοξο δολοφόνο να μην πραγματοποιήσει την πρόθεσή του, αλλά τον τελευταίο λόγο έχει η φονική εξουσία του πατέρα, ο οποίος πετώντας ένα μήλο στην  πλάτη του Γκρέγκορ Σάμσα τον σκοτώνει. Στη συνέχεια, αφού η οικογένεια έχει απαλλαχτεί από το μίασμα, δηλαδή από τον αποκλίνοντα, από τον «Άλλον» που ούτε στις οικογένειες ή μάλλον πρωτίστως εκεί δεν είναι ανεκτός, βγαίνει με καθαρό πρόσωπο πια στην κοινωνία να βρει έναν γαμπρό για την κόρη της.

Μέσα από τα μάτια του ήρωα-εντόμου, ο Κάφκα στήνει μια καθαρά ρεαλιστική ιστορία, ένα απολύτως πιστευτά ψυχολογικό πείραμα, που υπογραμμίζεται από πλήθος οδυνηρά εύστοχων λεπτομερειών στην περιγραφή προσώπων και πραγμάτων. Αριστοτεχνικά ο Κάφκα όχι μόνο ξετυλίγει τις αγωνίες, τις ενοχές και την αλλοτρίωση του σύγχρονου ανθρώπου, αλλά φτάνει και να μεταφράσει αυτή την άχαρη και ανούσια ύπαρξη σε ύλη, σε σωματική υπόσταση.

Η Μεταμόρφωση αποτελεί την ατέλειωτη κραυγή αγωνίας ενάντια στον αυτόβουλο και υπαρξιακό εγκλεισμό των σύγχρονων ανθρώπων. Οι άνθρωποι, όμως, μπορούν να δράσουν και διαφορετικά. Έχουν πάντα τη δυνατότητα να σπάσουν τα δεσμά της κάθε φυλακής τους, να δημιουργήσουν ρήγματα στις παραστάσεις της καθημερινότητας τους, να δώσουν ένα τέλος στον όποιον εφιάλτη, να δράσουν δημιουργικά  προς τον εαυτό τους και τον κόσμο. Το ερώτημα τίθεται αναπόφευκτα: μήπως είναι στο χέρι του καθενός από μας να επιλέξει ανάμεσα στην από-ανθρωποποίηση και στη διεκδίκηση ενός άλλου τρόπου ζωής και πιθανά ενός άλλου κόσμου;

 

Αντι σημειώματος σκηνοθέτη:

Εκείνος που δεν τα βγάζει πέρα ζωντανός με τη ζωή, χρειάζεται το ένα του χέρι για να αποδιώχνει λίγο την απελπισία για τη μοίρα του, με το άλλο χέρι, όμως, μπορεί να σημειώνει αυτό που βλέπει κάτω από τα ερείπια, γιατί τότε βλέπει διαφορετικά και περισσότερο από τους άλλους, μια και είναι νεκρός, ενώ ακόμα ζει και ταυτόχρονα, αυτός είναι τελικά ο πραγματικός επιζών.

Γιώργης Μπαλιάκας

Μετάφραση: ………………………………………….…Σάββας Στρούμπος & Δανάη Σπηλιώτη
Διασκευή / Δραματοποίηση: ………………….…Ομάδα «Σημείο Μηδέν»
Σκηνοθεσία: ………………………………………….….Γιώργης Μπαλιάκας

Επιμέλεια Σκηνικής Εγκατάστασης: …………..Γιώργης Μπαλιάκας
Σκηνική κατασκευή: ……………………………….…Κώστας Καμπερίδης & Μπάμπης Μπούσιος                               
Κοστούμια: ………………………………………………Βέτα Χαϊλατζίδου
Μουσική επιμέλεια: …………………………………Θεατρική ομάδα Πήγασος
Φωτισμοί: …………………………………………….….Κώστας Παπουτσίδης
Χειρισμός φώτων – ήχου: ……………………….…Κώστας Παπαδόπουλος
Σχεδιασμός σκίτσου Αφίσας: ………………….…Μαρία Αθανασιάδου


Ηθοποιοί:

Γκρέγκορ Σάμσα:…………. Δανάη Αμανατίδου
Κύριος Σάμσα :……………..Χάρης Αμανατίδης
Κυρία Σάμσα :……………….Άννα Γκούντα
Γκρέτε Σάμσα :……………..Χριστίνα Μπομπόλη

Αφηγήτρια :………………….Κατερίνα Παρλίτση

 

Βιογραφία (Φραντς Κάφκα)

Ο Φραντς Κάφκα γεννήθηκε στις 3 Ιουλίου του 1883 στην Πράγα από γονείς Εβραίους: από έναν πατέρα αυταρχικό, που κατόρθωσε να γίνει εύπορος υφασματέμπορος, κι από μια μάνα τρυφερή που, αντίθετα με τον πατέρα του, είχε μεγαλώσει μέσα σ’ έναν περίγυρο βαθιά μορφωμένων ανθρώπων.

Οι αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια και κυρίως οι σχέσεις με τον αυταρχικό και άξεστο πατέρα του, στοίχειωσαν τη ζωή του. Μετά το γυμνάσιο, υπακούοντας στην επιθυμία του πατέρα του, ο Κάφκα αφού παρακολούθησε ορισμένα πανεπιστημιακά μαθήματα γερμανικής φιλολογίας, σπούδασε τελικά νομικά. Στη συνέχεια εργάστηκε επί δεκατέσσερα χρόνια, πρώτα σε μια ασφαλιστική εταιρεία και μετά στο Ινστιτούτο Ασφάλισης Εργατικών Ατυχημάτων της Βοημίας. Τις νύχτες του αφιέρωνε στο γράψιμο. Αυτό ήταν το μεγάλο του πάθος.

Λίγο πριν πεθάνει, στις 3 Ιουνίου του 1924, παρακάλεσε τον επιστήθιο λογοτέχνη φίλο του Μαξ Μπροντ να καταστρέψει τα έργα του, εντολή που αυτός ευτυχώς παράκουσε. Ο Μπροντ επιμελήθηκε τα τρία ημιτελή μυθιστορήματά του και τα εξέδωσε: “Η δίκη” (1925), “Ο Πύργος” (1926), “Αμερική” (1927). Πολλά από τη ζωή του Κάφκα παραμένουν άγνωστα. Τούτο οφείλεται ιδιαίτερα στα πολιτικά γεγονότα μεταξύ 1933 και 1945, όταν η βιβλιοθήκη και πολλά γράμματά του καταστράφηκαν από τους Ναζί.

Το έργο του, αρχικά γνωστό σ’ ένα μικρό μόνο λογοτεχνικό κύκλο της Γερμανίας, διαδόθηκε μετά το θάνατό του στη Γαλλία, χάρη στους H. Breton, A. Camus και J. P. Sartre, ύστερα στην Αγγλία και Αμερική και τελευταία στη Ρωσία.

 

Από ψυχαναλυτικής σκοπιάς…

 Στη Μεταμόρφωση, ο ήρωας, έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο αδιεξόδου, ώστε η μόνη λύση που έχει βρει το ασυνείδητο, είναι να μετατραπεί -ο ήρωας- σε κάτι που όλοι το αποφεύγουν. Ίσως να είναι αυτός ο μόνος τρόπος για να τον αφήσουν ήσυχο τελικά, η βαθύτερη επιθυμία να ξεφορτωθεί τον δυσβάσταχτο ρόλο είναι τόσο μεγάλη που μπαίνει σε ένα φαντασιωσικό-ψυχωσικό πεδίο, όπου έχει μετατραπεί σε ένα αηδιαστικό έντομο. Μέσα από την απόλυτη ανικανότητα της οποιασδήποτε φροντίδας για τον εαυτό του, θα τους ανάγκαζε τελικά επιτέλους να ασχοληθούν μαζί του και να λάβει και ο ίδιος μια μορφή φροντίδας. Όμως εκείνος χαμένος από τον εαυτό του και από τους γύρω του, ζει,  έχοντας έναν διεκπεραιωτικό ρόλο. Όλα όσα είχε η ψυχή του, δεν αφορούσαν κανέναν. Το μόνο που έπρεπε να κάνει … το μόνο που έπρεπε να είναι, ήταν να είναι υπάκουος και υποτακτικός στις απαιτήσεις του οικογενειακού περιβάλλοντος και της κοινωνίας. Να είναι το καλό παιδί, κάτι που προϋπέθετε να μην παρεκκλίνει καθόλου από ό,τι οι άλλοι του ζητούσαν να είναι. Όπως κάθε παιδί, μέσα σε ένα αυστηρό και αποπνικτικό οικογενειακό περιβάλλον που αντιλαμβάνεται έναν νέο οργανισμό, ως ιδιοκτησία και δίνει την αγάπη του, με αντάλλαγμα την ατομική εξαφάνιση. Όπως κάθε κοινωνία που σε αποδέχεται, μόνο όταν δηλώνεις αναντίρρητη υποταγή στους κανόνες της, και έχει την τάση να φοβάται και να εξαφανίζει κάθε τι διαφορετικό που το αντιλαμβάνεται ως απειλή. Και αργότερα, αυτός ο νέος οργανισμός και μετέπειτα ενήλικας, αδυνατεί να βρει τον ουσιαστικό του ρόλο στην κοινωνία, που αποτελεί τη συνέχεια ενός εφιάλτη. Γιατί από τη στιγμή που γεννήθηκε, δεν έμαθε πως το σημαντικότερο όλων, είναι να βρει το δικό του δρόμο, αλλά να ακολουθήσει το δρόμο που του έμαθαν. Το ρόλο που απαιτούσαν να έχει. Και αν δεν συνέβαινε αυτό, η οργή και η απόσυρση της αγάπης, θα ήταν οι καταστροφικές συνέπειες μια ζωής μέσα στη μοναξιά και στο περιθώριο. «Μη ζητάς να βρεις το δικό σου δρόμο. Δεν υπάρχει αυτό. Υπάρχει μόνο αυτό που απαιτούμε από εσένα».

Στη συγκεκριμένη ιστορία, ο Γκρέγκορ ηττήθηκε και το σύστημα νίκησε, απευθυνόμενο στη συνέχεια με κυνικό τρόπο στο επόμενο θύμα. Στο άλλο παιδί, που ούτε εκείνο δεν είχε αντιληφθεί ότι αποτελεί πλέον το νέο θύμα, αφημένο παροδικά στην ίδια καταστροφική ανταλλαγματική αγάπη των γονιών που εξαφανίζουν το παιδί τους για να υπάρχουν οι ίδιοι, που αποτελεί ίσως την μεγαλύτερη ανωριμότητα, υποτιθέμενα ενήλικων ανθρώπων.

Κατερίνη, 5 Μαρτίου 2016

Χρήστος Κακουλίδης – Ψυχίατρος/Ψυχοθεραπευτής

 

Υπάρχουν διάφορες οπτικές γωνίες, τις οποίες θα μπορούσε να προσεγγίσει κανείς, σχετικά με την ιστορία της «Μεταμόρφωσης». Κυρίαρχο στοιχείο σε όλες τις οπτικές γωνίες, και κοινή συνισταμένη, αποτελεί η αδικία, όπως αυτή πάντα εμφανίζεται σε ένα παιχνίδι κυριαρχίας και υποταγής. Ανάμεσα στον θύτη και το θύμα. Ανάμεσα σε έναν υποτιθέμενα ώριμο ενήλικα γονιό και στο ανίσχυρο μικρό παιδί του. Τη στιγμή που όλα διαμορφώνονται εντός, εναπόκειται στον τυχαίο παράγοντα της ψυχοσύνθεσης ενός ενήλικα-γονιού, να καθορίσει δια παντός την ευαίσθητη παιδική ψυχή και να της προσδώσει εις το διηνεκές μια προδιαγεγραμμένη πορεία, από την οποία αδυνατεί να ξεφύγει και να γράψει τη δική της ιστορία σε αυτό τον κόσμο.

Στη Μεταμόρφωση, ο ήρωας, έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο αδιεξόδου, ώστε η μόνη λύση που έχει βρει το ασυνείδητο, είναι να μετατραπεί -ο ήρωας- σε κάτι που όλοι το αποφεύγουν. Ίσως να είναι αυτός ο μόνος τρόπος για να τον αφήσουν ήσυχο τελικά, μιας και ο ίδιος, αδυνατεί να ξεφύγει από το ρόλο που του έχουν προσδώσει. «Δεν είναι ότι δε θέλω. Είναι ότι δε μπορώ», σκέφτεται το ασυνείδητο του Γκρέγκορ, και τελικά η βαθύτερη επιθυμία να ξεφορτωθεί τον δυσβάσταχτο ρόλο είναι τόσο μεγάλη που μπαίνει σε ένα φαντασιωσικό-ψυχωσικό πεδίο, όπου έχει μετατραπεί σε ένα αηδιαστικό έντομο, λες και αν διάλεγε κάτι λιγότερο ανίκανο, ακόμη θα υπήρχε ίσως ο κίνδυνος να συνεχίσουν να τον εκμεταλλεύονται, αδιαφορώντας για την ίδια του την ύπαρξη. Και όχι μόνο αυτό, αλλά μέσα από την απόλυτη ανικανότητα της οποιασδήποτε φροντίδας για τον εαυτό του, θα τους ανάγκαζε τελικά επιτέλους να ασχοληθούν μαζί του και να λάβει και ο ίδιος μια μορφή φροντίδας. Και στην αρχή, ίσως κάτι τέτοιο έμοιαζε να αρχίζει δειλά δειλά να συμβαίνει. Η γλυκιά φωνή της μητέρας του που ανησυχούσε, η ενασχόληση του πατέρα του με τα οικονομικά και οι οικονομίες που είχε μαζέψει, η προνοητικότητα και ενσυναίσθηση της αδερφής του, που σκεφτόταν και προέβλεπε τις μικρές του ανάγκες. Όλα συνέτειναν στο ότι επιτέλους κάτι διαφορετικό συμβαίνει. Επιτέλους, αρχίζει να υπάρχει και αυτός με κάποιον τρόπο μέσα σε κείνο το σύστημα. Όχι ίσως με τον τρόπο που θα επιθυμούσε, μα αρχίζει να υπάρχει με κάποιο τρόπο.

Προσπαθούσε με αγωνία να βλέπει τα θετικά, μέσα στα νέα δεδομένα μα σύντομα όλα έγιναν ξεκάθαρα. Όταν όλοι αποφάσισαν, ότι η νέα μορφή του Γκρέγκορ, δεν ήταν κάτι παροδικό, μα μια μόνιμη κατάσταση, αρχικά πάτησαν στα πόδια τους, βρήκαν όλοι δουλειά και τέλος, έδειξαν το πώς ακριβώς αισθάνονται για το περίεργο ζωύφιο που υπήρχε στο σπίτι με τη μορφή ενός γιου που έχει χαθεί δια παντός. Όπως ακριβώς ζούσε κάποτε. Χαμένος από τον εαυτό του και από τους γύρω του, έχοντας έναν διεκπεραιωτικό ρόλο και τίποτε παραπάνω. Όλα όσα είχε η ψυχή του, δεν αφορούσαν κανέναν. Το μόνο που έπρεπε να κάνει..το μόνο που έπρεπε να είναι, ήταν να είναι υπάκουος και υποτακτικός στις απαιτήσεις του οικογενειακού περιβάλλοντος και της κοινωνίας. Να είναι το καλό παιδί, κάτι που προυπέθετε να μην παρεκκλίνει καθόλου από ότι οι άλλοι του ζητούσαν να είναι. Όπως κάθε παιδί, μέσα σε ένα αυστηρό και αποπνικτικό οικογενειακό περιβάλλον που αντιλαμβάνεται έναν νέο οργανισμό, ως ιδιοκτησία και δίνει την αγάπη του, με αντάλλαγμα την ατομική εξαφάνιση. Όπως κάθε κοινωνία που σε αποδέχεται, μόνο όταν δηλώνεις αναντίρρητη υποταγή στους κανόνες της, και έχει την τάση να φοβάται και να εξαφανίζει κάθε τι διαφορετικό που το αντιλαμβάνεται ως απειλή.

Η οικογένεια λοιπόν, που είναι το αρχικό μικρότερο σύστημα και ο καθρέφτης ενός μεγαλύτερου συστήματος, σαν αυτό που αποτελεί η κοινωνία, στην οποία ο νέος οργανισμός θα υπάρξει αργότερα ως ενήλικας, δεν είναι προσανατολισμένη στο να εξυψώνει τον άνθρωπο, αλλά να τον καθυποτάσσει στο σύνολο. Και αργότερα, αυτός ο νέος οργανισμός και μετέπειτα ενήλικας, αδυνατεί να βρει τον ουσιαστικό του ρόλο στην κοινωνία, που αποτελεί τη συνέχεια ενός εφιάλτη. Γιατί από τη στιγμή που γεννήθηκε, δεν έμαθε πως το σημαντικότερο όλων, είναι να βρει το δικό του δρόμο, αλλά να ακολουθήσει το δρόμο που του έμαθαν. Το ρόλο που απαιτούσαν να έχει. Και αν δεν συνέβαινε αυτό, η οργή και η απόσυρση της αγάπης, θα ήταν οι καταστροφικές συνέπειες μια ζωής μέσα στη μοναξιά και στο περιθώριο. Υποτάξου λοιπόν αν θέλεις να συνεχίσεις να υπάρχεις έστω κι έτσι. «Κάτι είναι κι αυτό. Μάθε να το εκτιμάς. Μη ζητάς να βρεις το δικό σου δρόμο. Δεν υπάρχει αυτό. Υπάρχει μόνο αυτό που απαιτούμε από εσένα»

Πολλά θα μπορούσε κανείς να αναφέρει σχετικά με όλα τα παραπάνω. Για την ακρίβεια, θα μπορούσαν οι σελίδες να είναι ατελείωτες και να γράφονται εις το διηνεκές, χωρίς το θέμα να εξαντλείται. Στη συγκεκριμένη ιστορία, ο Γκρέγκορ ηττήθηκε και το σύστημα νίκησε, απευθυνόμενο στη συνέχεια με κυνικό τρόπο στο επόμενο θύμα. Στο άλλο παιδί, που ούτε εκείνο δεν είχε αντιληφθεί-στο τέλος του έργου- ότι αποτελεί πλέον το νέο θύμα, αφημένο παροδικά στην ίδια καταστροφική ανταλλαγματική αγάπη των γονιών που εξαφανίζουν το παιδί τους για να υπάρχουν οι ίδιοι, που αποτελεί ίσως την μεγαλύτερη ανωριμότητα, υποτιθέμενα ενήλικων ανθρώπων.

Ο Γκρέγκορ προσπάθησε πολύ και τελικά αποκαμωμένος, ξέφυγε από μια ζοφερή πραγματικότητα που είχε μετατραπεί στην αδυσώπητη μοίρα του, και όλοι συνέχισαν να υπάρχουν με τον ίδιο τρόπο, σα να μην υπήρξε ο ίδιος ποτέ. Και τελικά αυτό ήταν που πραγματικά συνέβη. Ο Γκρέγκορ δεν τα κατάφερε ποτέ να υπάρξει πραγματικά. Μόνο για μια ανύποπτη μικρή στιγμή, ως ένα έντομο που μπορούσε να περπατά ανάποδα στα ταβάνια και στους τοίχους, μόνο τότε μπόρεσε να ακολουθήσει ένα διαφορετικό μονοπάτι, μα και αυτό επενδυμένο με τη δικαιολογία, ότι αυτό το δρόμο του υποδείκνυε η νέα του φύση.

Νικημένος από την οργή του πατέρα, μιας σχέσης καθοριστικής που τελικά ήταν τόσο εξοντωτική για τον Γκρέγκορ, που αρκούσε ένα μήλο μοναχά για να τον εξαφανίσει δια παντός. Ένας θάνατος μικρός κι αδιάφορος. Όσο μικρή και αδιάφορη ήταν η ζωή του. Όσο μικρός και αδιάφορος έζησε και υπήρξε και ο ίδιος.

 

Θέατρο Πήγασος
Θέατρο Πήγασος
Άρθρα: 52